- ακαμαντόπους
- ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς].
Dictionary of Greek. 2013.